ον, (ὀδύνη)
A suffering grievous pangs, Nonn.D.47.163. 2 causing grievous pangs, ib.48.808.
[Seite 435] schwere Schmerzen erduldend, Nonn. D. 47, 163.
βᾰρυώδῠνος: ον,(ὀδύνη) ὁ πάσχων βαρεῖς πόνους, Νόνν. Δ.48.808.