τό, Dim. of ἀδελφός, Keil-Premerstein
A Zweiter Bericht215 (Lydia, ii A.D.), POxy.1300.4 (V A.D.).
ἀδέλφιον: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν τὸ ἀδέλφι, ἐβάπτισα καὶ ἕτερα τρία ἀδέλφιά μου, Jure Graeco-Rom. lib. 2. σ. 119· ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξ. καὶ Εὐστ. σ. 886.