ἐξάγκωνα
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγκωνα: Ἐπίρρ., μὲ τὰς χεῖρας (δεδεμένας) ὀπίσω, ὀπισθάγκωνα, Θεοφάν. 579. 2 (ἔκδ. Βόνν.)· πρβλ. ὀπισθάγκωνα.
ἐξάγκωνα: Ἐπίρρ., μὲ τὰς χεῖρας (δεδεμένας) ὀπίσω, ὀπισθάγκωνα, Θεοφάν. 579. 2 (ἔκδ. Βόνν.)· πρβλ. ὀπισθάγκωνα.