εὔκλαστος
English (LSJ)
ον, (κλάω)
A easily broken, Dsc.4.146, Ath.Mech.18.1; gloss on εὐκέατος, Sch.Od.5.60.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu zerbrechen, Schol. Od. 5, 60.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκλαστος: -ον, (κλάω) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, εὔθραυστος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.