στροβίλη

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.