στρόβιλος
English (LSJ)
ὁ, (στρόβος)
A round ball, στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας = rolling its prickly body into a ball, of the hedgehog (ἐχῖνος), Ion Trag.38.4; ὀστράκου στρόβιλος the ball of an eggshell, i.e. a round eggshell, Lyc.506, cf. 89.
2 spinning top, Pl.R.436d, Plu.Lys. 12.
3 cyclone, whirlwind, Arist.Mu.395a7, Epicur.Ep.2p.47U., Men.536.4 (metaph., Id.Sam.210); τρικυμίαι καὶ στρόβιλοι Luc.Tox.19, cf. Aristid.1.164J., Poll.4.159.
4 twist or turn in music, Pherecr.145.14, Pl.Com.254.
5 whirling dance, pirouette, Καρκίνου στρόβιλοι Ar.Pax864, cf. Ath.14.630a.
6 later (Phryn.374, Gal.6.591, 15.848), = κῶνος, pine cone, Thphr.HP3.9.1, POxy.1088.55 (i A.D.), 1211.6 (ii A.D.), etc.; κόκκοι στροβίλου IG14.966.12 (Rome).
7 fir, pine, PCair.Zen.157 (iii B.C.), Plu.2.648d.
8 stone pine, Pinus cembra, Dsc.1.69, Gp.11.11.1.
9 winch, or perhaps rotating shaft, POxy. 1704.11 (iii A.D.); τὸ μυλαῖον σὺν τῷ στροβίλλῳ (sic) PMerton 39.9 (v/vi A.D.).
10 = κοχλίας ἢ θαλάττιος κῆρυξ, Sch.Ar.Pax864.
11 dub. sens. in PMag.Osl.1.339, BCH51.395. [ῑ regularly, as in ll.cc.; but ῐ in signf. 6, AP6.232 (Crin.(?), dub.).]
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, ein jeder gedrehte, gerundete od. sich drehende Körper, Kreisel, ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ κινοῦνται, Plat. Rep. IV, 436 d u. Andere; so auch wohl Ar. Pax 829 zu nehmen: εὐδαιμονέστερος φανεὶς τῶν Καρκίνου στροβίλων, komisch, die Söhne des Karkinus, welche Brummkreisel sind, wahrscheinlich Tänzer, od. nach den Schol. διὰ τὸ τραχὺ τοῦ σώματος ἢ πρὸς τὸ τοῦ Καρκίνου ὄνομα παίζων· ὀστρακόδερμοι γὰρ οἱ καρκίνοι καθάπερ καὶ οἱ στρόβιλοι, τοὐτέστιν οἱ κοχλίαι ἢ οἱ θαλάττιοι κήρυκες, also auch eine Schneckenart; – Ion bei Ath. III, 91 e sagt vom Igel στρόβιλος ἀμφ' ἄκανθαν εἱλίξας δέμας κεῖται. – Wirbel, Strudel, bes. ein Wirbelwind mit dem Zuge nach oben, B. A. 302; Arist. de mundo 4, 15; vgl. Luc. Tox. 19; Ael. H. A. 15, 2. – Ein Tanz, wahrscheinlich eine Art Walzer, VLL.: vgl. Ath. XIV, 630 a. – Fichten- od. Tannenzapfen, Zirbelnuß, Lob. Phryn. 387; eine Art Fichte od. Kiefer selbst, Geopon.; Plut. qu. graec. 3, 2. 5, 3. – Auch ein kegelförmiger Ohrenschmuck. – [Ι, in der Regel lang, ist Crinag. 6 (VI, 232) kurz gebraucht.]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. ce qui tourne ou tournoie, particul. :
1 toupie;
2 tourbillon, ouragan;
3 danse en tournant sur soi-même, pirouette;
II. pomme de pin à cause de la forme conique ; le pin lui-même.
Étymologie: στρόβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρόβιλος -ου, ὁ [στρόβος] wat ronddraait: tol (ook overdr. van dansers). tornado, wervelwind (ook overdr. van personen).
Russian (Dvoretsky)
στρόβῑλος:
I (Anth. ῐ) ὁ
1 кубарь, волчок Plat., Plut.;
2 вихрь, смерч Men., Luc.;
3 (в пляске) кружение, пируэт Arph.;
4 сосновая или еловая шишка Arst.;
5 сосна или ель Plut., Anth.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. ονομασία πολλών συστρεφόμενων ή περιδινούμενων αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η σβούρα («ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾱσί τε ἅμα καὶ κινοῦνται», Πλάτ.)
2. ο καρπός του πεύκου και του ελάτου, κώνος, κουκουνάρι
3. δίνη ανέμου ή νερού («τρικυμίαι και στρόβιλοι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. στρεφόμενη μηχανή που χρησιμοποιεί την ενέργεια κινητήριου ρευστού όπως είναι το νερό, ο ατμός, το αέριο κ.λπ. για να θέσει σε περιστροφική κίνηση τροχό ο οποίος παράγει μηχανικό έργο, κν. τουρμπίνα
2. (φυσ.-μετεωρ.) ρεύμα μέσα στη μάζα ενός ρευστού, του οποίου η διεύθυνση διαφέρει από εκείνην ολόκληρου του ρευστού
3. (παλαιότ. ονομασία) το βαλς
4. φρ. «υδραυλικός στρόβιλος»
τεχνολ. στρόβιλος που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη το νερό και διακρίνεται σε στρόβιλο κατακόρυφου ή οριζόντιου άξονα, σε στρόβιλο αξονικής ή ακτινικής ροής, καθώς και σε στρόβιλο δράσεως και σε στρόβιλο αντιδράσεως, αλλ. υδροστρόβιλος
μσν.-αρχ.
καθένα από τα σπέρματα του κώνου του πεύκου και του ελάτου, της κουκουνάρας
αρχ.
1. όστρακο ή τσόφλι αβγού
2. είδος θαλάσσιου σαλιγκαριού
3. το δέντρο πίτυς, το πεύκο
4. τροχαλία και, γενικά, μηχάνημα περιστροφής
5. τμήμα μηχανήματος άντλησης νερού
6. μουσ. καμπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ιλος (πρβλ. όμιλος)].
Greek Monotonic
στρόβῑλος: ὁ (στρόβος),
1. οτιδήποτε συστρέφεται, περιστρέφεται ή περιδινίζεται· σβούρα, σε Πλάτ.
1. δίνη υδάτων, υδατοστρόβιλος, ρουφήχτρα, ανεμοστρόβιλος, σε Λουκ.
3. χορός που χορεύεται με πολλές περιστροφές του σώματος, πιρουέτα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στρόβιλος: ὁ, (στρόβος, στρέφω)· - πρᾶγμα συνεστραμμένον (πρβλ. στροβιλός), ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, στρόβιλος ἀμφ’ ἄκανθαν εἱλίξας δέμας Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε· ὀστράκου στρ., ἐπὶ ὀστράκου ἢ φλοιοῦ ᾠοῦ, Λυκόφρ. 506, πρβλ. 89. ΙΙ. ὡς ὄνομα πολλῶν συστρεφομένων ἢ περιδινουμένων πραγμάτων: 1) εἶδος θαλασσίου κοχλίου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 864. 2) ῥόμβος, «σβοῦρα», Πλάτ. Πολ. 436D, Πλουτ. Λύσανδρ. 12. 3) δίνη, ἀνεμοστρόβιλος περιδινούμενος πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 16, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7· τρικυμίαι καὶ στρ. Λουκ. Τόξ. 19· πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 164, Πολυδ. Δ´, 159. 4) στροφὴ ἐν τῇ μουσικῇ (πρβλ. καμπὴ ΙΙΙ), Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 14, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 57. 5) ὄρχησις συνισταμένη εἰς περιστροφὴν ταχεῖαν, «βάλς», Καρκίνου στρόβιλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 864, πρβλ. Σφ. 1502, Ἀθήν. 630Α. 6) = κῶνος, ὁ κῶνος τῆς πίτυος ἢ «κουκουνάρας», «κουκουνάρα», Λατιν. pux pinea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 1· κόκκοι στροβίλου Συλλ. Ἐπιγρ. 5980. 12· πρβλ. Schneid. in Indice., Λοβέκ. ἐν Φρύνιχ. 397· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ δένδρου πίτυος, «κουκουνάρα», Πλούτ. 2.684D, Διοσκ. 1. 86. [ῑ κανονικῶς, ὡς ἐν τῇ Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας 6, Ἀνθ. Π. 6, 232, πρβλ. στροβῐλοβλέφαρος].
Middle Liddell
στρόβῑλος, ὁ, στρόβος
1. anything twisted or whirled: a top, Plat.
2. a whirlpool, whirlwind, Luc.
3. a whirling dance, pirouette, Ar.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος, ὅ,τι περιστρέφεται). Ἀπό τό στρόβος τοῦ στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ bot. piña usada en ofrendas ἐπίθυε δὲ ἐπικαλούμενος λίβανον ἄτμητον καὶ στροβίλους δεξιοὺς δώδεκα καὶ ἀλέκτορας ἀσπίλους βʹ durante la invocación quema incienso sin cortar, doce piñas apropiadas y dos gallos sin mancha P II 25 P III 694 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον toma un gallo enteramente blanco y una piña P II 74 ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον ... στροβίλους δεξιοὺς δέκα, ἀλέκτορας δύο λευκούς coloca en medio de la habitación un altar de barro, diez piñas apropiadas y dos gallos blancos P XIII 9 κόσμει δὲ καὶ παράθεσιν στροβίλων ... ἀνθέων καιρικῶν prepara también una ofrenda de piñas y flores del tiempo P XIII 1012 παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ, στροβίλους ζʹ pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, siete pasteles y siete piñas P XII 21 ὅταν δὲ ἐνστῇ ἡ ἡμέρα, παράθες εἰς τὴν θυσίαν ... στροβίλους πέντε δεξιούς cuando sea el día, prepara para la ofrenda cinco piñas apropiadas P XIII 366
Translations
whirlwind
Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان; Persian: گردباد; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt