χολοίβαφος

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον, poet. for χολοβαφής, Nic.Th.444.

German (Pape)

[Seite 1363] p. = χολόβαφος, Nic. Th. 444.

Greek (Liddell-Scott)

χολοίβᾰφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ χολοβαφής, νέρθε δὲ πώγων ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα χολοίβαφος, «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, χολώδης, χλωρός, χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.