χολοίβαφος

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοίβᾰφος Medium diacritics: χολοίβαφος Low diacritics: χολοίβαφος Capitals: ΧΟΛΟΙΒΑΦΟΣ
Transliteration A: choloíbaphos Transliteration B: choloibaphos Transliteration C: choloivafos Beta Code: xoloi/bafos

English (LSJ)

χολοίβαφον, poet. for χολοβαφής, Nic.Th.444.

German (Pape)

[Seite 1363] p. = χολόβαφος, Nic. Th. 444.

Greek (Liddell-Scott)

χολοίβᾰφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ χολοβαφής, νέρθε δὲ πώγων ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα χολοίβαφος, «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, χολώδης, χλωρός, χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χολήβαφος.