ἐγκέλευμα

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

or ἐγκέλ-ευσμα, ατος, τό,

   A encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.

German (Pape)

[Seite 707] τό, v. l. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.