παρακίνησις

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑ́νησις Medium diacritics: παρακίνησις Low diacritics: παρακίνησις Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΙΣ
Transliteration A: parakínēsis Transliteration B: parakinēsis Transliteration C: parakinisis Beta Code: paraki/nhsis

English (LSJ)

παρακινήσεως, ἡ,
A disturbance, Phld.Rh.2.5 S.
II Glossaria on παρακελευσμός, Sch. Th.4.11.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, Anregung, Anreizung; bei Schol. Thuc. 4, 11 Erkl. von παρακελευσμός; Verrenkung, Verrückung (?).

Greek (Liddell-Scott)

παρακίνησις: ἡ, παρόρμησις, προτροπή, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 11, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. παρακελευσμός. 2) ἐξέγερσις, τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι Γ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρον. 19Β.