ἁλιστέφανος

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A sea-crowned, sea-girt, πτολίεθρον h.Ap.410; νῆσος Alex. Lychn. ap. St.Byz.s.v. Ταπροβάνη, Nonn.D.40.521.

German (Pape)

[Seite 98] meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεθρον; Nonn. νῆσος 40, 521.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστέφανος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιστεφόμενος, περιβαλλόμενος, νῆσος, Ἀλέξ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ταπροβάνη.