Adv.
A lifting up, A.Ag.234 (Att. ἄρδην).
[Seite 42] erhoben, λαβεῖν Aesch. Ag. 226.
ἀέρδην: ἐπίρρ. (ἀείρω) = σηκωτά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 235. Πρβλ. πρὸς τὸν Ἀττ. τύπον ἄρδην.