λαβεῖν

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

German (Pape)

[Seite 1] aor. zu λαμβάνω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de λαμβάνω.

Greek Monolingual

(AM λαβεῖν)
βλ. λαμβάνω.

Greek Monotonic

λᾰβεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λαβεῖν: inf. aor. 2 к λαμβάνω.