βορβοροτάραξις
English (LSJ)
ὁ,
A mud-stirrer, Ar.Eq.309.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
Greek (Liddell-Scott)
βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.
ὁ,
A mud-stirrer, Ar.Eq.309.
[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.