βορβοροτάραξις

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβοροτάραξις Medium diacritics: βορβοροτάραξις Low diacritics: βορβοροτάραξις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: borborotáraxis Transliteration B: borborotaraxis Transliteration C: vorvorotaraksis Beta Code: borborota/racis

English (LSJ)

ὁ, mud-stirrer, Ar.Eq.309.

Spanish (DGE)


• Prosodia: [-ᾰ-]
revolvedor de fango aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.Eq.309, cf. Suet.Blasph.6, Lib.Or.42.13.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
(litt. qui trouble la fange) brouillon importun.
Étymologie: βόρβορος, τάραξις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβοροτάραξις -εως, ἡ βόρβορος, ταράττω het roeren in modder; concr. voor persoon die in modder roert: rioolrat, onruststoker.

Russian (Dvoretsky)

βορβοροτάραξις: εως ὁ взбалтыватель грязи, т. е. смутьян Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.

Greek Monolingual

βορβοροτάραξις, ο (Α)
(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία)
1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο
2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω.

Greek Monotonic

βορβοροτάραξις: ὁ (ταράσσω), αυτός που ανακατεύει τη λάσπη, που αναταράσσει το βόρβορο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ταράσσω
a mud-stirrer, mudlark, Ar.