(better -άλεος, cf. EM262.4), α, ον, (αἰθάλη)
A smoky, A.R. 4.777. II of ants, = αἰθαλόεις 11.2, Nic. Th.750.
αἰθαλέος: -α, -ον, (αἰθάλη) = καπνοῦ πλήρης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 777. 2) ἐπὶ μυρμήγκων, = αἰθαλόεις, ΙΙ. 2. Νικ. Θ. 750.