ἑδωλιάζω
English (LSJ)
A furnish with seats, IG11(2).287 A81 (Delos, iii B. C.), Lycurg.Fr.2, Poll.4.121; ἡδωλιασμένη θέα IG22.1176.12. II lay a floor, Suid.
German (Pape)
[Seite 717] auf einen Sitz stellen, Lycurg. frg. 2. Vgl. B. A. p. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδωλιάζω: μέλλ. άσω, παρέχω εἰς τὸ ἀκροατήριον ἑδώλια, κατασκευάζω καθίσματα εἴς τι μέρος, Α. Β. 259. 32, Σουΐδ. ἐν λέξει συγκαθίζω, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ., Πολυδ. Δ΄, 121· πρβλ. Ἐπιγρ. τοῦ Βρετ. Μουσ. σ. 23.