ἀσύλληπτος
English (LSJ)
ον,
A not conceiving, Dsc.4.19; preventing conception, φάρμακον Aët. 16.17.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύλληπτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, ὁπόθεν τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.