αἱμοβαφής
English (LSJ)
-ές,
A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.
-ές,
A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.
αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.