Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἱμοβαφής

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμοβᾰφής Medium diacritics: αἱμοβαφής Low diacritics: αιμοβαφής Capitals: ΑΙΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: haimobaphḗs Transliteration B: haimobaphēs Transliteration C: aimovafis Beta Code: ai(mobafh/s

English (LSJ)

αἱμοβαφές, bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn. D. 2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.

Spanish (DGE)

(αἱμοβᾰφής) αἱμοβαφές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
neutr. subst. Eust.1895.34.

French (Bailly abrégé)

αἱμοβαφής, αἱμοβαφές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμοβαφής αἱμοβαφές αἷμα, βάπτω in bloed gedoopt.

German (Pape)

in Blut getaucht, blutig, σφάγια Soph. Aj. 219; Nonn.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοβᾰφής: αἱμοβαφές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

Greek Monotonic

αἱμοβᾰφής: αἱμοβαφές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.