αἱμοβαφής
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
αἱμοβαφές, bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn. D. 2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.
Spanish (DGE)
(αἱμοβᾰφής) αἱμοβαφές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
•neutr. subst. Eust.1895.34.
French (Bailly abrégé)
αἱμοβαφής, αἱμοβαφές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμοβαφής αἱμοβαφές αἷμα, βάπτω in bloed gedoopt.
German (Pape)
in Blut getaucht, blutig, σφάγια Soph. Aj. 219; Nonn.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβᾰφής: αἱμοβαφές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.
Greek Monotonic
αἱμοβᾰφής: αἱμοβαφές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.