ον,
A of solid silver, Ptol.Euerg.9 J., Callix.2 ; νόμισμα Ph.2.276.
[Seite 318] ganz silbern, τράπεζα, Ath. V, 199 c.
ὁλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλος ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C.