προμαρτύρομαι
English (LSJ)
[ῡ],
A bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.