κυλλαίνω

Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.    II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.