κρεμῶ

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

French (Bailly abrégé)

ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμῶ praes. en fut. van κρεμάννυμι.