κρεμῶ
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
French (Bailly abrégé)
ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμῶ praes. en fut. van κρεμάννυμι.