A stupefy, Dsc.4.75:—Pass., Asclep. ap. Aët.6.16.
[Seite 316] ganzdumm machen. – Pass., verrücktsein, Medic.
ἀπομωρόω: καθιστῶ τινα μωρόν, Ἀέτ. σ. 105: ― ὡσαύτως ἀπομωραίνω Κυνοσόφ. σ. 264. 10.