ἁλίμικτος
English (LSJ)
A v. ἁλίσμηκτος.
German (Pape)
[Seite 96] mit Salz gemischt, gesalzen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίμικτος: ἴδε ἐν λ. ἁλίσμηκτος.
A v. ἁλίσμηκτος.
[Seite 96] mit Salz gemischt, gesalzen, VLL.
ἁλίμικτος: ἴδε ἐν λ. ἁλίσμηκτος.