ἁλίσμηκτος
English (LSJ)
ἁλίσμηκτον, washed by the sea, Lyc.994: Hsch. has ἁλίσμηκτα (cod. ἁλισίμικτα)· ἡλισμένα, Suid. ἁλίμικτον· πεπασμένον.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 batido por el mar Lyc.994.
2 condimentado con sal Hsch.
German (Pape)
[Seite 98] meerbespült, Lycophr. 994.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίσμηκτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης σμηχόμενος, λουόμενος, Λυκόφρ. 994. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἁλίσμηκτα (Κῶδ. ἁλισίμικτα), ἡλισμένα, καὶ ὁ Σουΐδ. ἁλίμικτον, πεπασμένον.
Greek Monolingual
ἁλίσμηκτος, -ον (Α)
αυτός που ξεπλένεται, που καθαρίζεται από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω»].