ἀνερμήνευτος
English (LSJ)
ον,
A with none to interpret, E.Hyps.Fr.1 iv18. II inexplicable, indescribable, τῷ πέλας S.E.M.7.65; ὀδύνη Aristaenet. 2.5.
German (Pape)
[Seite 226] unerklärt, unerklärlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμήνευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀνεξήγητος, ἀπερίγραπτος, τῷ πέλας Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 66· ὀδύνη Ἀρισταίν. 2. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ.