ἀνεξήγητος
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ἀνεξήγητον,
A not to be told, μυστήρια Hsch. s.v. σεμνά.
2 unexplained, Gal.UP2.7, Simp. in Ph.241.21, Sch.Pi.N.9.95.
3 unspeakable, ineffable, πέλαγος κάλλους Them.Or.13.177d.
Spanish (DGE)
-ον
1 no explicado εἴ τι παραλέλειπται κατὰ τὸν λόγον ἀνεξήγητον Gal.3.117, cf. Simp.in Ph.241.21, Sch.Pi.N.9.95 Böckh.
2 que no se debe divulgar μυστήρια Hsch.s.u. σεμνά.
3 inefable, πέλαγος ... κάλλους Them.Or.13.177d
•indescriptible, ἀγαθότης ref. a la bondad divina, Iren.Lugd.Haer.4.20.5.
German (Pape)
[Seite 223] nicht zu erzählen; unerklärlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξήγητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξηγήσῃ ἢ νὰ ἐκθέσῃ, «ἀνεξήγητα μυστήρια» Ἡσύχ. ἐν λέξει σεμνά. 2) ὁ μὴ ἐξηγηθείς, μὴ ἑρμηνευθείς, ἀνεξήγητον εἴασαν τὴν ῥῆσιν Γαλην.
Greek Monolingual
-η, -ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί
2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί
νεοελλ.
1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά»)
2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο θέμα, δεν έχει κάνει σαφή συνεννόηση με κάποιον
μσν.
αυτός που δεν επιτρέπεται ν’ αποκαλυφθεί, ο απόρρητος
αρχ.
ο άρρητος, ο ανέκφραστος.
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని
indescribable
Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний