ἀποτινάσσω

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ῐ],

   A shake off, E.Ba.253:—Med., ἀποτινάξασθαι Gal.6.821; ἀποτετίνακται τὸ ῥῆμα τῶν ὄνων has got rid of it, LXX1 Ki.10.2.

German (Pape)

[Seite 331] abschütteln, wegwerfen, Eur. Bacch. 253; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῐνάσσω: ἐκτινάσσω, ἀποσείω, οὐκ ἀποτινάσσεις κισσόν; Εὐρ. Βάκχ. 253: - Μέσ., ἀποτινάξασθαι Γαλην. 6. 821· ἀποτετίνακται τὴν φροντίδα, ἀπηλλάγη αὐτῆς, «τὴν ἐτίναξεν ἀπεπάνω του», Ἑβδ.