ἀποσείω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
A shake off, Men.61, Thphr. CP 1.20.3:—Pass., ξίφος ἀποσεσεῖσθαι τοῖς αὐχέσιν ἐπαιωρούμενον Hdn.5.2.1:—Med., shake off from oneself, πάντ' ἀποσεισάμενος Thgn.348; of a horse, throw his rider, Hdt.9.22, X.Cyr. 7.1.37; τειχέων θριγκοὺς ἀ. throw them off, S.Fr.506: metaph., ἀποσείεσθαι λύπας, γῆρας, Ar.Ra.346, Lys.670; νέφος Id.Nu.288; ἑταίρους Luc.DMeretr.13.2; ὕπνον Id.Tim.6:—Pass., ὑπὸ τῶν ἐρωμένων Them.Or.24.302c.
2 Med., shake oneself, Arist.HA560b8.
Spanish (DGE)
A tr.
I en v. med.
1 sacudirse, arrojar de sí ἣ ... ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα la cual (la Luna) arrojó de sí al feroz león (de Nemea), Epimenid.B 2
•esp. la montura al jinete sacudirse, derribar τὸν Μασίστιον Hdt.9.22, τὸν Κῦρον X.Cyr.7.1.37, cf. Nonn.D.28.167
•c. ac. y gen. βοῦς ἡβητὴν ... ἑῶν ἀπεσείσατο νώτων Nonn.D.11.217.
2 c. suj. de pers. y compl. de cosas o abstr., frec. fig. sacudirse, quitarse λύπας Ar.Ra.346, γῆρας Ar.Lys.670, νέφος (suj. el coro de Nubes), Ar.Nu.287, ὕπνον Luc.Tim.6, (πόθον) Musae.108, λαίφην Call.Fr.239, κόπρον en la fábula del águila y el escarabajo pelotero, Aesop.3.1, cf. 2, ἀπεσείσατο φυλλάδα χαίτης Pamprepius 3.59
•rechazar τὸν λόγον POxy.1869.10 (VI/VII d.C.).
3 c. suj. de pers. y compl. de pers. o asimilado sacudirse, alejar de sí, rechazar, echar ἑταίρους Luc.DMeretr.13.2, Γλαῦκον ... θύρσῳ Nonn.D.43.336
•apartar, rechazar χεῖρας ἀπὸ δώρων LXX Is.33.15.
4 perder a causa de una sacudida ἐγὼ δὲ κύων ἐπέρησα χαράδρην χειμάρρῳ ποταμῷ πάντ' ἀποσεισάμενος Thgn.348, τειχέων καὶ δὴ τοὺς ... θριγκοὺς ... ἀποσεισαμένη ref. a Troya derribadas las almenas de las murallas S.Fr.506.
II en v. act.
1 sacudir, agitar para que caiga algo: un olivo para recoger la aceituna, Thphr.CP 1.20.3, una antorcha para que suelte la humedad, Men.Fr.56.
2 de pers. rechazar en v. pas. ὑπὸ τῶν ἐρωμένων Them.Or.24.302c.
B intr. agitarse αἱ μὲν ὄρνιθες φρίττουσι καὶ ἀποσείονται Arist.HA 560b8, ξίφος ἀποσεσεῖσθαί τοῖς αὐχέσιν ἐπαιωρούμενον (pensaban) que se había agitado la espada que pendía sobre sus cuellos Hdn.5.2.1.
German (Pape)
[Seite 323] (s. σείω), abschütteln, Theophr.; bes. med., von sich abschütteln, vom Pferde, den Reiter abwerfen, Her. 7, 88. 9, 22; Xen. Cyr. 7, 1, 37; übertr., Plat. Gorg. 484 a; λύπας, γῆρας, Ar. Ran. 346 Lys. 671; ὕπνον Luc Tim. 6; τοὺς ἐνοχλοῦντας, sich vom Halse schaffen, Hdn. 6. 3.
French (Bailly abrégé)
faire tomber en secouant, renverser par une secousse;
Moy. ἀποσείομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, σείω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσείω:
1 стряхивать, отбрасывать (τι Men.);
2 med. сбрасывать с себя (ὁ ἵππος ἀποσείεταί τινα Her., Xen., Plut.);
3 med. отбрасывать прочь, отгонять (λύπην Arph.; ἀχλύν τινα καὶ ζόφον Plut.; ὕπνον Luc.);
4 перен. отвергать, прогонять (τινά Luc.);
5 med. отряхиваться (ὄρνιθες ἀποσείονται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσείω: τινάσσω, ἢ ῥίπτω τι μακράν, φανός ἐστι μεστὸς ὕδατος οὑτοσί, δεῖ δ’ οὐχὶ σείειν, ἀλλ’ ἀποσείειν αὐτόθεν Μένανδρος ἐν Ἀνεψιοῖς» 4, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 20, 3: - Μέσ. ἀποσείω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τινάσσω τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, πάντ’ ἀποσεισάμενος Θέογν. 348· ἐπὶ ἵππου, ἀποσείω καὶ ῥίπτω τὸν ἀναβάτην μου. ὁ ἵππος ἀπεσείσατο τὸν Φαρνουχέα Ἡρόδ. 7. 88. 9. 22· ὁ δὲ ἵππος πληγεὶς σφαδάζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· τειχέων... θριγκοὺς ἀποσεισαμένη, καταβαλοῦσα καταρρίψασα, Σοφ. Ἀποσπ. 481· μεταφ., ἀποσείεσθαι λύπην, γῆρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 346, Λυσ. 670· νέφος ὁ αὐτ. Νεφ. 288· ἑταίρους Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 2. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡσαύτως, σείω ἐμαυτόν, τινάσσομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 20.
Greek Monolingual
(AM ἀποσείω)
ρίχνω κάτι μακριά μου, αποτινάσσω
αρχ.
(-ομαι)
1. (για άλογα), ρίχνω κάτω τον αναβάτη μου
2. σείομαι, τινάζομαι.
Greek Monotonic
ἀποσείω: μέλ. -σω, αναταράζω, εκτινάζω ή ρίχνω μακριά — Μέσ., αποσείω από εμένα, αποτινάζω κάτι μακριά μου, σε Θέογν.· λέγεται για άλογο, τινάζομαι και ρίχνω τον αναβάτη μου, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., ἀποσείεσθαι λύπην, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to shake off:— Mid. to shake off from oneself, Theogn.; of a horse, to throw his rider, Hdt., Xen.; metaph., ἀποσείεσθαι λύπην Ar.