ον,
A without commander, of a ship, A.Fr.269.
[Seite 36] ohne Aufseher, Aesch. Phrvg. 245.
ἀδίοπος: -ον, ὁ ἄνευ κυβερνήτου· (ἐπὶ πλοίου), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 261.