ές, glosson βουθερής, Sch.S.Tr.188.
[Seite 663] ές, viel weidend, = βουθερής, Schol. Soph. Trach. 191.
πολῠθερής: -ές, (θέρω) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191.