ητος, ἡ,
A unprofitableness, worthlessness, LXX To.4.13.
[Seite 419] ητος, ἡ, Untauglichkeit, LXX.
ἀχρειότης: -ητος, ἡ, ἀχρηστία, ἔλλειψις ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13).