ον,
A with twelve altars, ναός Lyd. Mens.4.2.
[Seite 693] mit zwölf Altären, Io. Lyd.
δωδεκάβωμος: -ον, δώδεκα ἔχων βωμούς, ναὸς Ἰω. Λυδ. π. Μην. 4. 3.