καδδῦσαι
German (Pape)
[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.
Greek (Liddell-Scott)
καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.
[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.
καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.