ἀναρραΐζω
English (LSJ)
A recover from a bad illness, Poll.3.108, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρραΐζω: ἀναλαμβάνω ἐκ βαρείας ἀσθενείας, Πολυδ. 3. 108. - «ἀναρ[ρ]αΐσαι, παύσασθαι ὀδυνᾶσθαι» Ἡσύχ.
A recover from a bad illness, Poll.3.108, Hsch.
ἀναρραΐζω: ἀναλαμβάνω ἐκ βαρείας ἀσθενείας, Πολυδ. 3. 108. - «ἀναρ[ρ]αΐσαι, παύσασθαι ὀδυνᾶσθαι» Ἡσύχ.