A cleave asunder, in Ep. aor. part. -κεάσσας Od.14.12.
[Seite 139] rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.
ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόπτω εἰς δύο. Ἐπ. μετοχ. ἀόρ. -κεάσας Ὀδ. Ξ. 12.