προδιανύω

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ῠ],

   A accomplish beforehand: Pass., προδιήνυστο D.C.79.8.

German (Pape)

[Seite 715] vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προδιᾰνύω: διανύω προηγουμένως: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901.