συνδιόλλυμι

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A kill together, E.Fr.551:—Pass., perish together, Procop.Arc.19.

German (Pape)

[Seite 1009] (s. ὄλλυμι), mit oder zugleich verderben, tödten, Eur. Oed. fr. 10.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιόλλῡμι: διόλλυμι, καταστρέφω, φονεύω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι ὁμοῦ, Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5.