ἀπερίστικτος

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A not dotted round, opp. περιεστιγμένος, ἀ. διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; εὐθεῖα Gal.19.750.

German (Pape)

[Seite 288] em. für ἀπερίστερκτος, Procl. chrestom. fol. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίστικτος: -ον, ὁ μὴ περιεστιγμένος, ἐπὶ γραμματικῶν τινων σημείων, Κραμέρου Ἀνέκδ. Παρ. τ. 3. σ. 293.