κακοεργής
English (LSJ)
ές, poet.,
A = κακοεργός, IG12(5).229.15 (Paros), Man. 1.249.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, = κακοεργός, θυμός, βία, Man. 1, 315. 249.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοεργής: -ές, = κακοεργός, Μανέθων 1. 249, Συλλ. Ἐπιγρ. 2398. 15.