κακοεργής

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοεργής Medium diacritics: κακοεργής Low diacritics: κακοεργής Capitals: ΚΑΚΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: kakoergḗs Transliteration B: kakoergēs Transliteration C: kakoergis Beta Code: kakoergh/s

English (LSJ)

κακοεργές, poet., = κακοεργός, IG12(5).229.15 (Paros), Man. 1.249.

German (Pape)

[Seite 1300] ές, = κακοεργός, θυμός, βία, Man. 1, 315. 249.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργής: -ές, = κακοεργός, Μανέθων 1. 249, Συλλ. Ἐπιγρ. 2398. 15.

Greek Monolingual

κακοεργής, -ές (Α)
βλ. κακούργος.