χερμάζω

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A clear a field of stones, Hsch. s.v. ἐχερμάζομεν.

German (Pape)

[Seite 1350] Kiesel od. Feldsteine werfen. – Bei Hesych. aber erkl. τὴν γῆν ἐργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

χερμάζω: ἐκρίπτω τὰς χερμάδας ἔξω τοῦ ἀγροῦ, καθαρίζω αὐτὸν πρὸς καλλιέργειαν, ἢ καλλιεργῶ, «ἐχερμάζομεν· τὴν γῆν εἰργαζόμεθα» Ἡσύχ.