προεκλείπω

Revision as of 10:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.

German (Pape)

[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.