ἐγκαταλείπω
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
A leave behind, παῖδα Hes.Op.378; ἐ. φρουρὰν ἐν τῇ νήσῳ Th.3.51; πλεῖον ἐ. ἐξιόντες ἐκ τῆς ὠνῆς PRev.Laws 53.12; ἐ. τὸ κέντρον, of a bee, Pl.Phd. 91c: hence of Pericles, τὸ κέντρον ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eup.94.7; ἐ. τὴν μάχαιραν ἐν τῇ σφαγῇ Antipho 5.69.
2 leave in the lurch, Pl.Smp. 179a, Lycurg.2, D.57.58, Ev.Matt.27.46, Lyr.Alex.Adesp.4.22, etc.; abandon, νεκροὺς Th.4.44; ἀκρόπολιν X.HG5.4.13.
3 leave out, omit, Hdt.3.119.
4 leave traces behind, Epicur.Nat.Herc. 1420.
II Pass., to be left behind in a race, Hdt.8.59.
2 leave residual symptoms or sequelae, Hp.Epid.6.2.6, 6.7.7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. 3a plu. ἐνκαταλέλοιπαν SB 6002.13 (II a.C.?)]
I 1dejar, dejar atrás al morir γηραιὸς δὲ θάνοι ἕτερον παῖδ' ἐγκαταλείπων ¡ojalá muera anciano dejando otro hijo! (tras el primogénito), Hes.Op.378.
2 dejar, abandonar al marcharse o salir huyendo:
a) ciudades o posiciones milit. al enemigo ἐν τῇ νήσῳ τεῖχος ἐγκαταλιπὼν καὶ φρουρὰν ἀνεχώρησε se retiró dejando un fuerte y una guarnición Th.3.51, τὸν ἐγκαταλιπόντα τὴν ἀκρόπολιν καὶ οὐκ ἀναμείναντα τὴν βοήθειαν ἀπέκτειναν mataron al que había abandonado la acrópolis sin esperar refuerzos X.HG 5.4.13, cf. Plb.9.26.6, tb. cadáveres τοὺς νεκροὺς οὓς ἐγκατέλιπον ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44;
b) lugares: τὸ ἱερόν PStras.91.25 (I a.C.), cf. SB 13730.16 (rom.), τὸν παράδεισον ἔρημον καὶ ἀφύλακτον SB l.c.;
c) objetos dentro del cuerpo: ὅπως μὴ ... ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπὼν οἰχήσομαι Pl.Phd.91c, cf. Eup.102.7, τι τοῦ δόρατος κατὰ τὸ διάφραγμα Hp.Epid.5.95, τὴν μάχαιραν ἐν τῇ σφαγῇ Antipho 5.69, περιττώματα πολλά de ciertos alimentos, Mnesith.Ath.38.35;
d) personas en situación comprometida: de guerra o crísis política ἐγκαταλιπεῖν γε τὰ παιδικὰ ἢ μὴ βοηθῆσαι κινδυνεύοντι Pl.Smp.179a, τοὺς αὑτοῦ πολίτας Lycurg.2, cf. Aeschin.3.170, Plb.38.20.9, οὐ δ' ἐγκαταλείψω Εὐμένη, ἀλλὰ μαχοῦμαι ὑπὲρ αὐτοῦ OGI 266.28 (Pérgamo III a.C.), cf. SEG 26.1306.4 (Teos III a.C.);
e) Dios a sus fieles: ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; ¿por qué me has abandonado? LXX Ps.21.2, cf. Eu.Matt.27.46, PNepheros 10.15 (IV d.C.), τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην LXX Ps.15.10, en v. pas. οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον LXX Ps.36.25;
f) personas con relaciones afectivas ἐμέν Mim.Fr.Pap.4.22;
g) relaciones contractuales o actividades econ. πολλῶν ἐργωνῶν ἐγκαταλιπόντων τὰ ἔργα IPE 12.32B.38 (III a.C.), cf. IG 11(2).199A.99 (III a.C.), μὴ ἐξεῖναι δὲ ἡμῖν ἀποβαλέσθαι σε τῆς μισθώσεως μηδὲ μὴν σὲ τὸν Ναᾶν ἐγκαταλιπεῖν τὴν μίσθωσιν PSI 32.18 (III d.C.), τὴν γεωργίαν POxy.1124.15 (I d.C.);
h) alianzas militares οὐκ ἐγκαταλείψω τὴν συμμαχίαν ἣν πεπόημαι πρὸς Λυσιμαχεῖς IIl.45B.21, cf. 36 (II a.C.)
•en uso abs. οὐκ ἐνκαταλείψω οὔτε πολέμου ὄντος οὔτε εἰρήνης, ἀλλὰ βοηθήσω πάντι σθένει IG 92.170.11 (III a.C.), cf. ISmyrna 573.68 (III a.C.);
i) sentimientos τὴν ἀγάπην 1Ep.Clem.33.1, τὴν αἰδῶ M.Ant.3.7.
3 dejar, mantener como miembro del demo τινας ... τῶν μὴ Ἀθηναίων op. ἐκβάλλειν ‘expulsar’, D.57.61, cf. 58.
•dejar, retener existencias en almacén acaparándolas para subir el precio PRev.Laws 53.12 (III a.C.).
II en v. med.
1 quedarse atrás, quedar rezagado (ἐν ἀγῶσι) οἱ ... ἐγκαταλειπόμενοι οὐ στεφανοῦνται Hdt.8.59.
2 dejar restos, residuos αἱ ξηραὶ βῆχες ἐς ἄρθρα στηρίζουσι ... ἢν ἐγκαταλείπηται τὰ πνεύματα las toses secas se fijan en las articulaciones, si la respiración deja residuos Hp.Epid.6.7.7, cf. 6.2.6.
German (Pape)
[Seite 705] darin zurücklassen; παῖδα Hes. O. 376; ἐν τῇ νήσῳ φρουράν Thuc. 3, 51, u. öfter; μάχαιραν τῇ σφαγῇ Antiph. 5, 69; ἔν τινι, Isocr. 3, 41; υἱὸν ἐν οἴκῳ Is. 10. 11; τὸ κέντρον ὥσπερ μέλιττα Plat. Phaed. 91 c, wie τὸ κέκτρον τοῖς ἀκούουσιν Luc. Nigr. 7; vgl. Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; – im Stiche lassen, καὶ μὴ βοηθῆσαι Plat. Conv. 179 a; Lycurg. 3, 13; oft = als Verräther, Aesch. 3, 170. 232 u. andere Redner; Arist. rhet. 2, 4. – Pass., bei Etwas zurückbleiben, bes. im Wettlauf; Her. 8, 59; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐγκατέλιπον, pf. ἐγκαταλέλοιπα;
1 laisser dans;
2 laisser après soi ou derrière soi dans une course ; Pass. rester en arrière;
3 abandonner, délaisser.
Étymologie: ἐν, καταλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταλείπω: (aor. 2 ἐγκατέλιπον, pf. ἐγκαταλέλοιπα)
1 (в чем-л.) оставлять (μουνογενῆ παῖδα Hom.; φρουρὰν ἐν τῇ νήσῳ Thuc.; τὸ κέντρον ὥσπερ μέλιττα Plat.): ἐ. τὸ κέντρον τοῖς ἀκούουσι Luc. оставлять жало (своих речей) в слушателях, т. е. производить на них сильное и длительное впечатление; ἐ. τινὰ ὅμηρον Xen. оставлять кого-л. в качестве заложника;
2 оставлять, покидать, бросать (τινά Her., Thuc., Plut. и τι Xen., Arst.): ἐγκαταλιπεῖν τὴν πίστιν Plut. не сдержать обещания, нарушить слово;
3 оставлять позади себя, т. е. перегонять, pass. отставать (οἱ ἐγκαταλειπόμενοι οὐ στεφανοῦνται Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλείπω: μέλλ. -ψω, καταλείπω, ἀφίνω, παῖδα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 376· ἐγκ. φρουρὰν ἐν τῇ νήσῳ Θουκ. 2. 51· ἐγκ. τὸ κέντρον, ἐπὶ μελίσσης, Πλάτ. Φαίδων 91C· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ Περικλέους, τὸ κέντρον ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 6· ἐγκ. τὴν μάχαιραν τῇ σφαγῇ Ἀντιφῶν 137. 28. 2) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω τινὰ ἐν δυσκολίαις, «’ς τὴν λάσπην», Λατ. derelinquere, Θουκ. 4. 44, Πλάτ. Συμπ. 159Α, Λυκοῦργ. 148. 7, κτλ. 3) ἀφίνω, παραλείπω, Ἡρόδ. 3. 119. ΙΙ. Παθ., ἀφίνομαι ὀπίσω, μένω ὀπίσω, ὑπολείπομαι ἐν ἀγῶνι δρόμου, ὁ αὐτ. 8. 59. 2) δὲν κατορθώνω, ἀποτυγχάνω, Ἱππ. 1169C.
English (Strong)
from ἐν and καταλείπω; to leave behind in some place, i.e. (in a good sense) let remain over, or (in a bad sense) to desert: forsake, leave.
English (Thayer)
(T WH ἐνκαταλείπω.; T also in ἐν, III:3); (imperfect ἐγκατελειπον (WH text in ἐγκαταλείψω; 2nd aorist ἐγκατέλιπον; passive (present ἐγκαταλείπομαι) 1st aorist ἐγκατελειφθην; the Sept. for עָזַב;
1. to abandon, desert (ἐν equivalent to ἐν τίνι, in some place or condition), i. e. to leave in straits, leave helpless, (colloquial, leave in the lurch): τινα, עָזַב with לְ, τινα εἰς ᾅδου (or ᾅδην), by forsaking one to let hlm go into Hades, abandon unto Hades, R). to desert, forsake: τινα, τήν ἐπισυναγωγήν, to leave behind among, to leave surviving: ἡμῖν σπέρμα, Hesiod, Works, 376; Thucydides, and following.)
Greek Monolingual
(AM ἐγκαταλείπω)
1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ
2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)
3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του»)
4. παραιτούμαι από σκέψη ή συναίσθημα (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας», Πολύβ.)
μσν.
1. παύω
2. κληροδοτώ
3. (μέσ. για αριθμητική πράξη) απομένω
αρχ.
1. παθ. μένω πίσω
2. ιατρ. αφήνω συμπτώματα.
Greek Monotonic
ἐγκαταλείπω: μέλ. -ψω·
1. αφήνω πίσω, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ.
2. αφήνω κάποιον σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.
3. αφήνω, παραλείπω, σε Ηρόδ.
II. Παθ., μένω πίσω, υπολείπομαι σε αγώνα δρόμου, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to leave behind, Hes., Thuc., etc.
2. to leave in the lurch, Thuc., etc.
3. to leave out, omit, Hdt.
II. Pass. to be left behind in a race, Hdt.
Chinese
原文音譯:™gkatale⋯pw 誒格-卡他-累坡
詞類次數:動詞(9)
原文字根:在內-向下-缺乏 相當於: (עָזַב)
字義溯源:撇棄於⋯中,放棄,離棄,丟棄,遺留,撇;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(καταλείπω)=留下)組成;而 (ἱππικός)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。這字的十次使用中有六次是引用舊約的話
同源字:1) (ἐγκαταλείπω)放棄 2) (λείπω)缺少,留下 參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(9);太(1);可(1);徒(1);羅(1);林後(1);提後(2);來(2)
譯字彙編:
1) 離棄(4) 太27:46; 提後4:10; 提後4:16; 來10:25;
2) 你⋯撇(1) 徒2:27;
3) 你⋯離棄(1) 可15:34;
4) 被丟棄(1) 林後4:9;
5) 遺留了(1) 羅9:29;
6) 丟棄(1) 來13:5
Lexicon Thucydideum
relinquere, to abandon, leave behind, 1.115.3, 2.6.4, 2.102.6, [nonnulli codd. several manuscripts τῇ χωρᾳ] 3.51.4, 4.44.5,
item Ib. likewise there 4.6.1. 4.81.3, 4.96.9,
PASS. 2.78.3, 4.25.11, [praeterea vulgo moreover in the common texts 4.8.9, 4.39.2, 7.24.2, ubi nunc where now ἐγκαταλαμβάνειν.]