A = ἴσθι, v. εἰμί A.
ἔσθι: ἴσθι, «ἔσθι τὸ ἴσθι λέγει Ἑκαταῖος» Ἀνώνυμ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 1. σ. 207.