καταρρακόω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.