A draw up and twist the body, of an unseemly kind of dance, Cratin.219.
διαρρικνόομαι: κάμπτω τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, λυγίζω τὸ σῶμα, ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.