περικαταρρέω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A fall in and go to ruin, Lys.30.22.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταρρέω: καταρρέω πανταχόθεν καὶ καταστρέφομαι, Λυσ. 185. 20· π. τῇ φθορᾷ Κλήμ. Ἀλ. 89.